Η κατάλληλη χρήση αντιπυρετικών και ΜΣΑΦ, όπως η παρακεταμόλη και η ιβουπροφαίνη, σύμφωνα με τις οδηγίες από όλους τους οργανισμούς υγείας των ΗΠΑ, Καναδά και Ευρώπης βοηθά στην ανακούφιση των συμπτωμάτων που μπορεί να παρουσιαστούν μετά τον εμβολιασμό.
Αυτό συμβαδίζει με το γεγονός ότι στις μελέτες εμβολίων COVID-19, επιτράπηκε στους συμμετέχοντες να χρησιμοποιούν αντιπυρετικά/ΜΣΑΦ για τη θεραπεία των συμπτωμάτων. Αυτό συνέβη στις κλινικές δοκιμές Pfizer-BioNTech και Moderna, οι οποίες έδειξαν αποτελεσματικότητα άνω του 94%, που υποδηλώνουν ότι η χρήση αντιπυρετικών/ΜΣΑΦ δεν επηρέασε την ανοσοαπόκριση στο εμβόλιο.
Η λανθασμένη εντύπωση ότι τα φάρμακα αυτά είναι πιθανόν να μειώνουν την ανοσολογική απόκριση ξεκίνησε σύντομα μετά τη διαθεσιμότητα των εμβολίων COVID-19, με τη δημοσίευση κάποιων μελετών που ισχυρίστηκαν ότι θα μπορούσαν να κάνουν τα εμβόλια λιγότερο αποτελεσματικά. Αυτό συζητήθηκε ως ενδεχόμενο γιατί το ανοσοποιητικό σύστημα ανταποκρίνεται στα εμβόλια μέσω της διαδικασίας «ελεγχόμενη φλεγμονή».
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν περιορισμένα κλινικά δεδομένα σχετικά με το πώς τα αντιπυρετικά/ΜΣΑΦ επηρεάζουν την ανοσοαπόκριση στα εμβόλια, ενώ η ανοσοαπόκριση μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του εμβολίου και άλλους παράγοντες.
Ωστόσο, οι κλινικές δοκιμές που διεξήχθησαν για να αποδείξουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων COVID-19 προσφέρουν σαφή εικόνα.