Φαρμακευτικός Κόσμος, Συμπληρώματα Διατροφής

19 Βιταμίνη Β1 (θειαμίνη) Τα εγκεφαλικά κύτταρα τροφοδοτούνται διαρκώς με θειαμίνη. Η τριφωσφορική θειαμίνη εμπλέκεται στη φυσιολογική λειτουργία των νευρικών κυττάρων και έτσι δημιουργείται μια συνεχής μεταφορά της βιταμίνης από το αίμα στον εγκέφαλο. Πειραματικές μελέτες έχουν δείξει ότι η έλλειψη θειαμίνης προκαλεί νευρομυϊκές διαταραχές και κυρίως σπασμούς [Greenwood et al]. Τέτοιου είδους έλλειψη προκαλείται από τη φτωχή δίαιτα σε ασθένειες όπου ο μεταβολικός ρυθμός είναι αυξημένος, π.χ. υπερθυρεοειδισμός, χρόνιος αλκοολισμός, υπερβολικά συχνές διαρροϊκές κενώσεις, και από άλλους γενετικούς παράγοντες [Ball GFM]. Τα συμπτώματα που προκαλεί η έλλειψη θειαμίνης ποικίλλουν και συμπεριλαμβάνουν ανορεξία, που ακολουθείται από μείωση του σωματικού βάρους, περιφερική και κεντρική νευροπάθεια, μυϊκή αδυναμία και καρδιοαγγειακές παθήσεις. Σε περιπτώσεις σημαντικής ανεπάρκειας σε βιταμίνη Β1, εμφανίζονται επεισόδια μανιοκατάθλιψης, σύγχυση και παράνοια που –σε συνδυασμό με χρόνιο αλκοολισμό– οδηγούν στο σύνδρομο Wernicke-Korsakoff, μια κλινική μορφή ψύχωσης [Tomasylo et al]. Παρ’ όλο που μεγάλες ποσότητες πρόσληψης θειαμίνης από του στόματος δεν είναι τοξικές, καθώς η βιταμίνη απεκκρίνεται ταχέως από τα ούρα, ωστόσο η παρεντερική χορήγησή της για μεγάλα διαστήματα μπορεί να επιφέρει ακόμα και το θάνατο [Cumming et al]. Βιταμίνη Β2 (ριβοφλαβίνη) Συναντάται σε δύο δραστικές μορφές συνενζύμων (FMN και FAD), οι οποίες συμμετέχουν σε οξειδοαναγωγικές βιοχημικές λειτουργίες του μεταβολισμού. Ο ανθρώπινος οργανισμός δεν μπορεί να συνθέσει τη ριβοφλαβίνη και την προσλαμβάνει από εξωγενείς πηγές. Ο θυρεοειδής αδένας παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς ρυθμίζει τη μετατροπή της ριβοφλαβίνης στις δύο δραστικές τις μορφές. Σε περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού τα επίπεδα της βιταμίνης Β2 είναι μειωμένα [Lee & McCormick]. Η ριβοφλαβίνη συμβάλλει σημαντικά στη φυσιολογική διατήρηση της εγκεφαλικής ομοιόστασης. Έχει την ιδιότητα να διαπερνά τον αιματεγκεφαλικό φραγμό και περίπου το 50% της συνολικής ποσότητας στον ανθρώπινο οργανισμό βρίσκεται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, ενώ το υπόλοιπο εντοπίζεται στο πλάσμα [Spector, 1980a,b]. Τα συμπτώματα έλλειψης βιταμίνης προκαλούνται από δίαιτα φτωχή σε ριβοφλαβίνη και συμπεριλαμβάνουν σκασμένα χείλη, γωνιακή χειλίτιδα, στοματίτιδα, γλωσσίτιδα και σε ορισμένες περιπτώσεις φωτοφοβία. Δεν έχει αναφερθεί τοξικότητα σε υψηλές δόσεις πρόσληψης [Cumming et al]. Νιασίνη Ο όρος «νιασίνη» αναφέρεται σε δύο συστατικά με βιταμινική δράση, γνωστά ως νικοτινικό οξύ και νικοτιναμίδιο (συστατικά των οξειδοαναγωγικών νουκλεοτιδίων NAD και NADP). Η νιασίνη συντίθεται στον οργανισμό από το αμινοξύ L-τρυπτοφάνη, το οποίο προσλαμβάνεται από την τροφή (περίπου 60mg τρυπτοφάνης αποδίδουν 1mg νιασίνης). Στην έλλειψη των δύο αυτών συστατικών οφείλεται η ασθένεια πελλάγρα, η οποία εκδηλώνεται με πλήθος νευρολογικών, γαστρεντερικών και δερματικών διαταραχών. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα της πελλάγρας περιλαμβάνουν τη δερματίτιδα (κυρίως μετά την έκθεση στον ήλιο, όπου και προκαλούνται σοβαρά εγκαύματα), κατά την οποία το δέρμα γίνεται τραχύ και λεπτό με χαρακτηριστική σκουρόχρωμη χρώση, καθώς και επώδυνες φλεγμονές του παχέος και λεπτού εντέρου και του ουροποιητικού συστήματος (ουρηθρίτιδα). Ειδικά στις γυναίκες παρατηρείται συνήθως οξεία μορφή κολπίτιδας και δυσμηνόρροια. Στην αντίθετη περίπτωση, για την τοξικότητα που προκαλείται από υπερβολικές δόσεις πρόσληψης νιασίνης ευθύνεται το νικοτινικό οξύ, το οποίο ανταγωνίζεται το ουρικό οξύ ως προς την απέκκρισή του, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης ουρικής αρθρίτιδας. Υψηλές δόσεις νιασίνης σε διάστημα τριμήνου ευθύνονται επίσης για ηπατικές διαταραχές, όπως η εμφάνιση ικτέρου [Miller & Hayes, Alhadeff et al]. Βιταμίνη Β6 Προσλαμβάνεται μέσω της τροφής και ανιχνεύεται σε τρεις βιταμινικές μορφές (πυριδοξίνη, πυριδοξάλη, πυριδοξαμίνη). Απορροφάται από το λεπτό έντερο. Έρευνες αποδεικνύουν ότι η βιοδιαθεσιμότητα της βιταμίνης Β6 είναι μεγαλύτερη όταν προέρχεται από ζωικές πηγές [Tsuji et al, Nguyen & Gregory]. H B6 συμμετέχει σε πάνω από 100 ενζυματικές λειτουργίες που σχετίζονται κυρίως με το μεταβολισμό λιπιδίων και πρωτεϊνών του αίματος, νευροδιαβιβαστών, όπως επίσης και στη μετατροπή της L-τρυπτοφάνης σε νιασίνη, η οποία περιγράφηκε πιο πάνω. Επίσης, μελέτες επιβεβαιώνουν

RkJQdWJsaXNoZXIy MjA0NzY=