Φαρμακευτικός Κόσμος, Συμπληρώματα Διατροφής

18 Η ραχίτιδα αποτελεί την κλασική περίπτωση ασθένειας που οφείλεται σε αβιταμίνωση D και εμφανίζεται κυρίως σε νεαρές ηλικίες. Η έλλειψή της εκδηλώνεται συχνότερα με διαταραχές των επιπέδων ασβεστίου στο πλάσμα, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η δομική σύσταση των οστών (οστεομαλακία). Οι ασθενείς με οστεομαλακία χαρακτηρίζονται από μυϊκή αδυναμία, πόνο κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, στους ώμους, στα πλευρά ή στο ισχίο. Επίσης, η έλλειψη ασβεστίου που προκαλείται από την αβιταμίνωση D επηρεάζει τη λειτουργία του παραθυρεοειδούς αδένα και των νεφρών, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται διαταραχές ηλεκτρολυτών, όπως υποκαλιαιμία και υπερφωσφαταιμία. Η αποτελεσματικότητα της χορήγησης συνθετικών σκευασμάτων βιταμίνης D στην μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση έχει μελετηθεί ευρέως. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι θεραπεύει την οστεοπόρωση, αλλά ενισχύει την αύξηση των επιπέδων ασβεστίου, μειώνοντας παράλληλα τον κίνδυνο πιθανού κατάγματος [Brown et al]. Θετικά αποτελέσματα έχουν διαπιστωθεί σε περιπτώσεις ψωρίασης, όπου η φαρμακευτική ουσία καλσιποτριόλη (ανάλογο βιταμίνης D) εφαρμόζεται ευρέως στη θεραπεία της νόσου σε συνδυασμό με κορτικοστεροειδή, ομαλοποιώντας την κλινική εικόνα της. Η υπερδοσολογία βιταμίνης D συνδέεται απόλυτα με την εξωγενή της πρόσληψη από συμπληρωματικές πηγές και όχι από τη διατροφική της πρόσληψη ούτε από την υπερβολική έκθεση στον ήλιο. Τη δεκαετία του 1940 στη Μ. Βρετανία ξέσπασε η επιδημία της «ιδιοπαθούς υπερασβεστιαιμίας» σε νεογνά, τα οποία κατανάλωναν γάλα εμπλουτισμένο με αυξημένη ποσότητα βιταμίνης D ως κυβερνητική οδηγία λόγω των κακουχιών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αύξηση του ασβεστίου στον ορρό έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση συμπτωμάτων όπως ανορεξία, ναυτία, ζάλη, μυϊκή αδυναμία και δυσκοιλιότητα. Η νεφρική δυσλειτουργία, που έχει ως αποτέλεσμα πολυουρία και πολυδιψία, προκαλεί μη αναστρέψιμη ασβέστωση των νεφρών (δημιουργία πέτρας στα νεφρά). Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε γενικευμένες ασβεστώσεις και σε άλλα όργανα, όπως στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα αγγεία και στο τέλος επέρχεται ο θάνατος από νεφρική ανεπάρκεια. Βιταμίνη Ε Πρόκειται για τη βιταμίνη που λαμβάνει μέρος στις περισσότερες φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού. Με αποδεδειγμένη αντιοξειδωτική δράση που οφείλεται στο γεγονός ότι δρα προστατευτικά κυρίως στις κυτταρικές μεμβράνες, η βιταμίνη Ε έχει χαρακτηριστεί και ως «lifestyle» βιταμίνη. Σύμφωνα με μελέτες, συμμετέχει στην κυτταρική και χυμική ανοσία, ασκεί αντιφλεγμονώδη δράση, αλληλεπιδρά με οξειδωμένες μορφές χοληστερίνης, διατηρώντας παράλληλα την ελαστικότητα των αιμοφόρων αγγείων, εμποδίζει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων και τη δημιουργία θρόμβων και τέλος εμφανίζει συνεργική δράση με τη βιταμίνη C και τη βιταμίνη Α [Beharka et al. Keaney et al Desrumaux et al]. Αβιταμίνωση Ε συνδέεται με την εμφάνιση αιμολυτικής αναιμίας στα νεογνά. Η «αταξία», μια κλινική μορφή νευρολογικής διαταραχής που εκδηλώνεται με ασταθές περπάτημα και αδυναμία συντονισμού και ελέγχου των κινήσεων, οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της βιταμίνης Ε [Schuelke M]. Τα συμπτώματα αναστρέφονται με εξωγενή πρόσληψη βιταμίνης Ε. Παρ’ όλο που η βιταμίνη Ε θεωρείται μη τοξική και δεν έχουν αναφερθεί σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες σε περίπτωση υπερδοσολογίας από συμπληρώματα διατροφής, ωστόσο δεν είναι ακόμα αποδεδειγμένη η ασφάλειά της σε μεγάλες δόσεις. Μελέτες αναφέρουν ότι μεγάλες δόσεις βιταμίνης Ε αναστέλλουν τη συγκόλληση αιμοπεταλίων. Για το λόγο αυτό αποθαρρύνεται η αγωγή με υψηλές δόσεις βιταμίνης Ε δύο εβδομάδες πριν και μετά την οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση [Bendich & Machlin]. Βιταμίνη Κ Η βιταμίνη Κ συμμετέχει στη σύνθεση σημαντικών πρωτεϊνών. Οι εξαρτώμενοι από τη βιταμίνη Κ παράγοντες περιλαμβάνουν 4 θρομβωτικούς παράγοντες, 2 αντιθρομβωτικούς παράγοντες και 2 πρωτεΐνες που συμμετέχουν ενεργά στο μεταβολισμό των οστών. Ο βιολογικός της ρόλος ταυτίζεται κυρίως με τη διατήρηση της πηκτικότητας του αίματος σε φυσιολογικά επίπεδα, ενώ η έλλειψή της συνδέεται με τη μείωση της οστικής πυκνότητας (οστεοπενία) και την εμφάνιση οστεοπόρωσης [Pan et al]. Σύμφωνα μάλιστα με μελέτη που διεξήχθη σε 72.327 γυναίκες, αποδείχθηκε ότι χαμηλές δόσεις πρόσληψης βιταμίνης Κ (<109μg ημερησίως) σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης κατάγματος του ισχίου [Feskanich et al]. Σημαντικά επίσης είναι και τα στοιχεία που συνδέουν τα μειωμένα επίπεδα βιταμίνης Κ με την αθηρωμάτωση και την ασβέστωση του αορτικού τόξου [Jie et al]. Μέχρι σήμερα τοξικότητα από τη συμπληρωματική πρόσληψη βιταμίνης Κ σε υγιή πληθυσμό δεν έχει αποδειχθεί [Ziegler EE].

RkJQdWJsaXNoZXIy MjA0NzY=