Φαρμακευτικός Κόσμος, Τεύχος #169

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ / ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ 66 Το βασικό θέμα του βιβλίου είναι το σβήσιμο, το πώς χάνονται οι βεβαιότητές μας, είτε από τη μια στιγμή στην άλλη είτε σε βάθος χρόνου, είτε δηλαδή με κάτι που συμβαίνει αναπάντεχα είτε με την άνοια. Υπάρχει ένα ωραίο βιβλίο του Perceival Everett, με τίτλο «Το σβήσιμο», με την άνοια της μητέρας του στο φόντο, στο οποίο παρακολουθούμε πώς μια πλευρά του συγγρα- φικού εαυτού του αναδύεται και τελικά τον απορροφά. Το νερό που υπάρχει στα περισσότερα διηγήματα, είτε ως θάλασσα είτε ως ιαματική πηγή, δίνει μια αίσθηση απεραντοσύνης που όμως είναι απατηλή. Η πόλη στο βιβλίο είναι μικρή και οι συνδέσεις ισχυρές. Αυτός που σήμερα είναι ο δάσκαλος του παιδιού σου ή ο προσωπικός σου γιατρός, μπορεί αύριο άθελά του να σου προξενήσει κάποιο κακό. Το νερό λειτουργεί ακόμη και ως υπόμνηση της ρευστότητας, αν και τελικά είναι το μόνο που δεν μεταβάλλεται. Το βιβλίο διατρέχει κάθε τόσο τα ακραία σημεία της ανθρώπινης ζωής, περνάει μέσα σε λίγες γραμμές από το άσπρο, μια κατάσταση νηφαλιότητας, έως το κόκκινο, μια κατάσταση υψηλής εντροπίας. Ένα μωρό στην κούνια ταυτίζεται με τον ηλικιωμένο εαυτό του με μια απρόσμενη χρονική παλινωδία, όπως στο διήγημα «Ο πατέρας». Ένας ηλικιωμένος που ζωγραφίζει δίπλα στη θάλασσα, κουβαλά ένα τρομερό μυστικό, κάτι που δεν προμηνύεται όταν ξεκινάει το διήγημα «Ο μαθητευόμενος». Στο διήγημα «Το Κόκκινο και το Άσπρο» που έχει δώσει και τον τίτλο στη συλλογή, το κόκκινο είναι το χρώμα του αίματος και το άσπρο είναι ένα κομμάτι χαρτί. Στο τέλος υπάρχει η αίσθηση του ανοιχτού, ότι δηλαδή οι ιστορίες μπορούν να συνεχιστούν και μετά το κλείσιμο του βιβλίου. «Το άγγιγμα» Η θάλασσα μοιάζει με ζαφειρένια πλάκα αράγιστη κι εκείνος σκυμμένος παρατηρεί τα δαχτυλάκια του μες στο νερό. Τα κουνάει πάνω κάτω, τα παραχώνει κιόλας μες στα βότσαλα, ώσπου τα χάνει από τα μάτια του κι η απορία του διαθλάται ως τη μεγάλη φούξια ομπρέλα που τον επιτηρεί στοργικά. «Έλα να βάλεις το καπέλο σου». Δεν γυρίζει. Το νερό τού φτάνει ως τη μέση της γάμπας. Ξαφνικά κάτι τον ακουμπά στο πόδι, νιώθει ένα κάψιμο ανυπόφορο, βγαίνει από τη θάλασσα κλαίγοντας. «Δεν είναι τίποτα», λέει η κυρία με την άσπρη ποδιά στο φαρμακείο και του καλύπτει το κοκκινισμένο πόδι με μια κρέμα. «Έχει πολλές μέδουσες αυτήν την εποχή», εξηγεί στη μαμά. Πονούσε για μέρες. Το νερό είναι χλιαρό και του φτάνει πάντα ως τη μέση της γάμπας, μέχρι το σημείο με το παλιό καφέ σημάδι. Έχει ζέστη, νιώθει τα βλέφαρα να βαραίνουν, κουνάει αφηρημένα τα δάχτυλά του πάνω κάτω για να μείνει ξύπνιος, ξαφνικά κάτι τον ακουμπά στο πόδι, πετάγεται τρομαγμένος, κοιτάζει στη λεκάνη. Βλέπει ένα κίτρινο σφουγγάρι. («Το κόκκινο και το άσπρο», εκδόσεις Πόλις, 2018) Από το φυσικό χώρο του φαρμακείου δεν έρχεται –είτε αυτούσια είτε παραλλαγμένη– κάποια συγκεκριμένη ιστορία. Ακόμη και τα «Λεμόνια», που διαδραματίζονται σε ένα φαρμακείο και είναι ένα διήγημα γραμμένο σε πρωτο- πρόσωπη αφήγηση, δεν είναι αληθινό, είναι μυθοπλασία. Πέρασαν δύο μέρες χωρίς λεμόνια, γι’ αυτό το λέω. Την πρώτη, εντάξει, κάτι του έτυχε. Τώρα που μεσημέριασε κι η δεύτερη, σκέφτομαι ότι αυτό ήταν. Για να καταλάβεις, τρεις μέρες το Φλεβάρη που ήταν άρρωστος, τη συνήθεια δεν την άφησε. Έστελνε λεμόνια με το γείτονα, λες και θα παθαίναμε τίποτα αν μέναμε δυο μέρες χωρίς λεμόνι. Κάθε διήγημα έχει περίπου το ρόλο μιας ψηφίδας, κάθε επόμενη ιστορία φωτίζει με διαφορετικό τρόπο τον ήρωα της προηγούμενης. Μας αποκαλύπτει στοιχεία που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν μείνει κρυφά. 

RkJQdWJsaXNoZXIy MjA0NzY=