Φαρμακευτικός Κόσμος, Τεύχος #159

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ 102 «Αγαπώ τις θάλασσες. Τις θάλασσες αγαπώ εκείνες που προορισμό δεν έχουν. Παρθένες θάλασσες. Σπλάχνα δεν ανοιγόκλεισαν καράβια να περάσουν. Ανέγγιχτες από άγκυρας κατάδυση κι αρμένισμα ιστίου. Μονάχα από χιλιάδες μάτια απογυμνώθηκαν Στράγγιξαν το γαλάζιο. Αγαπώ τις θάλασσες που δάκρυ αποχωρισμού δεν τις αρμύρισε. Αγαπώ τις θάλασσες χωρίς λιμάνι.» (Αναχώρηση) Ή να διαλέξεις την ελευθερία, που όμως δροσολογεί μόνο στα φυλλώματα των παιδικών σου χρόνων και στα πλατάνια των Τρικάλων, της γενέτειράς σου. «Αρνούμαι να χορέψω το χορό των ηττημένων στην αρένα των καιρών... Είναι ώρα να συνταχθώ με τα σμήνη των πουλιών… Προτιμώ να χορέψω πάνω σε φτερό αηδονιού μια απριλιάτικη μέρα-στέγη, καθώς θα οραματίζομαι έναν κόσμο ελεύθερο. Να καταλυθώ μέσα στις δίνες του Ληθαίου και μόνο η ακατάλυτη επιθυμία μου, πάνω από την υγρή πόλη, να καλέσει τα χρόνια που χάθηκαν. Κι αν είναι να γυρίσουν του ρολογιού οι δείκτες πίσω, λογάριασέ με… Άραγε, θα παίζουν ακόμα τα παιδιά στην πλατεία του χωριού;» (Το φορτηγό) Ή τον έρωτα που είναι «αίσθηση ζωής, που είναι ανάταση, ευλογία και επανάσταση στα χρόνια της φοβέρας». «Άκου τον άνεμο! Με ήχο θάλασσας χαϊδεύει την απεραντοσύνη. Άσμα που μεθά τον αυγουστιάτικο χρόνο στο πρόσωπό σου. Αναρριγεί και σαν αρχαίος άσκαυλος παίζει με τη σιωπηλή αγκύλη των χειλιών σου. Και έχει την αγάπη, τη συμπόνια, τη συναίσθηση, για να συμμεριστεί το αβάσταγο φορτίο της εποχής, τον ξεριζωμό, το μισεμό, το ανθρώπινο δράμα: «Κάθε που αναθρώσκων καπνός με παίρνει στο κατόπι άνεμος γίνεται ο τόπος μου και με σκορπίζει. Όπου γης το «εγκαταλείψατε» μ’ ακολουθεί κι ένας μονάχα τοίχος για στασίδι.» (Εμιγκρέ) Είναι φανερό ότι η Βέρα Βασιλείου-Πέτσα έχει τα δικά της κλειδιά για να αποκρυπτογραφήσει τα σημεία και τα φαινόμενα αυτών των χαλεπών καιρών. Ο στέρεος ιδεολογικός οπλισμός της είναι ένα ακόμα εργαλείο που τη βοηθάει να σταθεί απέναντί τους: «Ερωτεύτηκα το κόκκινο, όντας παιδί ακόμα. Κάποιος ευαίσθητος δέκτης μου το εντόπισε σ’ ένα υφαντό κιλίμι απλωμένο σε μπαλκόνι. Ένας ήλιος καθρέφτιζε τη μάλλινη κλωστή που σχημάτιζε τρία κατακόκκινα ρόδια. Από τότε, τα χυμώδη ρουμπίνια τους μεταβάλλονται σε κόκκινο σύνορο ανάμεσα στην ηδύτητα και στο στυφό της φλούδας, γίνονται αιμάσσουσα ελευθερία κάθε φορά που σπάω την καρδιά του φθινοπώρου στις φούχτες μου...» (Κόκκινο) Όμως, το να αντιλαμβάνεσαι και να ερμηνεύεις, ακόμα και να αντιπαλεύεις την τρέχουσα, ζοφώδη πραγματικότητα, την καταδυνάστευση των «αγορών», τον απηνή διωγμό των αδυνάτων, μαζί και την κατάρρευση των ιδανικών, την εξαθλίωση ιδεών και οραμάτων, είναι ένα πράγμα. Το να ζήσεις μέσα σ’ αυτή μια «ποιητική» ζωή, είναι ένα άλλο. Οι επιλογές είναι λίγες και δύσκολος ο δρόμος της κα- θεμιάς. Κι εσύ πρέπει να διαλέξεις να αφεθείς σε μια κατάσταση εμβρυακή, όπου μοιρολατρικά η ύπαρξη μόνο παρατηρεί, χωρίς να συμμετέχει, κι έτσι απόντος στόχου και σκοπού στέκει μοναχική χωρίς συναίσθημα, συγκίνηση και τα ανα- πόφευκτά τους, την οδυνηρή θλίψη και τον πόνο. Προ- σφέροντας, έτσι, την ανώτατη γαλήνη, την ανάταση πάνω από τον εαυτό, την υπερβατική συμπαντική ισορροπία:

RkJQdWJsaXNoZXIy MjA0NzY=