Φαρμακευτικός Κόσμος, Τεύχος #159

81 Η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης που διατήρησαν τον αγροτικό χαρακτήρα τους και τον 20ο αιώνα, ακολούθησαν τις διαιτητικές αλλαγές των βορειοευρωπαίων με καθυστέρηση. Η δίαιτα των Ελλήνων αγροτών τότε, περιελάμβανε πρώτα απ’ όλα, μια σημαντική ποικιλία προϊόντων φυτικής προέλευσης. Το καθημερινό διαιτολόγιο ήταν βασισμένο στα δημητριακά, τα λαχανικά, τα όσπρια, το κρασί και τα φρούτα, ενώ συμπληρωνόταν με μικρές ποσότητες κρέατος, τυριού, ελαιόλαδου, βρώσιμων ελιών, παστών ψαριών και θαλασσινών. Η οικιακή παραγωγή παρήγαγε μεγάλο μέρος της διατροφής που κατανάλωνε το νοικοκυριό. Ο τρόπος αυτός διατροφής καλλιεργήθηκε και υπό το βάρος της θρησκευτικής παράδοσης. Οι νηστείες συντελούν στην εφαρμογή της λιτότητας, περιορίζοντας τη ζήτηση για ζωικά προϊόντα που στην Ελλάδα ήταν δυσεύρετα. Ακόμη θυμάμαι τη γιαγιά μου, που ως τα 96 της χρόνια δεν έτρωγε ποτέ λάδι Τετάρτη και Παρασκευή, ενώ ήταν χωρίς να το γνωρίζει, από τους οπαδούς της Μεσογειακής Διατροφής. Η αποχή από το ελαιόλαδο, αλλά όχι από τον καρπό της ελιάς, αποτελεί μια παράδοση με πρόδηλη οικονομική σημασία. Δυστυχώς, τα αποτελέσματα μελέτης στο τέλος της δεκαετίας του 1980, που διεξήχθη σε αστικές περιοχές της Κρήτης (προπύργιο της Μεσογειακής Διατροφής), συγκριτικά με τη δεκαετία του 1960, είναι αποκαλυπτικά. Η κατανάλωση λαχανικών και όσπριων μειώθηκε σημαντικά, ενώ αντιθέτως, αυξήθηκε δραματικά η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, κρέατος, φυτικών έλαιων και ζάχαρης. Η ελληνική κοινωνία βιώνει τις συνέπειες της φρενήρους κατανάλωσης φαγητού και του υπερσιτισμού.  του Κρίτων Βλάχου

RkJQdWJsaXNoZXIy MjA0NzY=