Φαρμακευτικός Κόσμος, Τεύχος #137

8 τους περισσότερα λόγω έξυπνων συνεργασιών, και όχι δουλεύοντας περισσότερο με τον ίδιο λανθασμένο τρόπο που εργαζόταν ως σήμερα. Ποιος ήταν ο λανθασμένος τρόπος; Η συνταγή του «λιανεμπορικού ανταγωνισμού», την οποία ακολούθησαν κάποιοι συνάδελφοι πάνω στον ενθουσιασμό τους λόγω της –με χαρακτηριστικά φούσκας– ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα περασμένα χρόνια, παρασύροντας όλη την αγορά, δημιούργησε πολλά προβλήματα. Σχημάτισε μια αγορά που αποδείχτηκε καταστροφική στις συνθήκες κρίσης που ακολούθησαν, εκπαίδευσε πελάτες με υπερβολικές απαιτήσεις, έθισε την κοινωνία στο ότι το φαρμακείο υπακούει σε μικρο-λιανεμπο- ρικές λογικές, γέμισε ράφια φαρμακείων με σειρές ολόκληρες παρόμοιων («me-too») προϊόντων, αποδύθηκε σε κυνήγι ανεμόμυλων για τις «κρυμμένες» ανάγκες, εξανέμισε περιουσίες σε ακριβότερες από όσο χρεια- ζόταν ανακαινίσεις, εγκλώβισε ρευστότητα σε όγκους αγορών που ήθελαν μήνες ή και χρόνια για να κινη- θούν, πετάχτηκε σε σακούλες ληγμένων παραφαρμάκων από εταιρείες με παραπλανητικές πολιτικές επιστρο- φών, ευτέλισε σε πολλές περιπτώσεις το λειτούργημα του φαρμακοποιού καταστρατηγώντας τη νομοθεσία (π.χ. παραβιάσεις ωραρίου) και τη δεοντολογία (μικροπαραβατικότητα κλπ.), έθεσε σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία λόγω ανεξέλεγκτης χορήγησης ακόμη και εξελιγμένων αντιβιοτικών, υποβάθμισε το φαρμακείο στη συνείδηση των πολιτών ως ένα ακόμη εμπορικό κατάστημα. Όλα τα φαρμακεία, ανεξάρτητα της θέσης τους, του κοινού τους, της αγοραστικής και εμπορικής δυνατότητας της περιοχής τους δούλευαν πανομοιότυπα, με πλάνα μάρκετινγκ που αφορούσαν φαρμακεία εμπορικών δρόμων ή του κέντρου πυκνοκατοικημένων περιοχών. Και αν δεχτούμε ότι αυτά τα πλάνα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των κεντρικών φαρμακείων (ακόμη και αυτό είναι αμφισβητούμενο και χρειάζεται να γίνει μελέ- τη για να τεκμηριωθεί), αφορούσαν μόνο ένα 30% των φαρμακείων. Το υπόλοιπο 70% ακολουθούσε αυτό το δρόμο χωρίς να γνωρίζει αν του προσφέρει όφελος. Κανένας ή ελάχιστοι φαρμακοποιοί μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν απλές παραμέτρους, όπως η ταχύτητα κυκλοφορίας ανά προϊόν ή εταιρεία, η απόδοση επένδυσης λόγω έκπτωσης όγκου πωλήσεων, το μείγμα προϊόντων στο ράφι κλπ. Έφτασαν φαρμακεία να «τοποθετούν χρήματα στο ράφι τους» με απόδοση χαμηλότερη ακόμη και από αυτή της τραπεζικής κατάθεσης (στην πε- ρίπτωση που δεν ήταν αρνητική λόγω λήξης κάποιων από τα προϊόντα). Οι αποδόσεις και οι εκπτώσεις που υπόσχονταν οι εταιρείες ήταν καθαρά θεωρητικές, καθώς αναφέρονταν σε κέρδος ανά τεμάχιο και προϋπέ- θεταν ότι η ποσότητα που αγοράστηκε θα πωληθεί στο σύνολό της. Όσοι συνάδελφοι κρατούν αποθήκη και ιστορικά πωλήσεων στους υπολογιστές τους, μπορούν να πάρουν μια ιδέα: ας επιλέ- ξουν μια εταιρεία, στη συνέχεια ας υπολογίσουν το κόστος αποθέματος όλων των προϊόντων της που έχουν στο ράφι τους, ώστε να δουν τις ετήσιες πωλήσεις, και να εξετάσουν τα στοιχεία. Αν, για παράδειγμα, έχουν 5.000 ευρώ τοποθετημένα σε ένα ράφι και πραγματοποιήσουν πωλήσεις 1.000 ευρώ το χρόνο, με κέρδος επί της χονδρικής 35%, έχουν όφελος 350 ευρώ ετησίως. Το κεφάλαιό τους λοιπόν αποδίδει 7% προ φόρων (και χωρίς να υπολογιστούν ενδεχόμενες ζημιές από λήξεις προϊόντων κλπ.). Αν θεωρηθεί ότι το 1/3 είναι οι φόροι εισοδήματος σε μια ατομική επιχείρηση, τότε η απόδοση αυτής της τοποθέτησης ήταν σχεδόν ισοδύναμη με το να είναι αυτά τα χρήματα σε μια προθεσμιακή κατάθεση με επιτόκιο κοντά στο 5% (μια και εκεί ο φόρος είναι πολύ χαμηλότερος). Φυσικά, αυτή είναι μια χονδροειδέστατη ανάλυση και για να είναι έγκυρη θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλοί περισσότεροι παράγοντες (π.χ. επιπλέον εκπτώσεις από προϊόντα που ο φαρμακοποιός προμηθευόταν σε πακέτα προσφορών, κέρδος από πελάτες που έβρισκαν το προϊόν που έψαχναν στο φαρμακείο και παρέ- μεναν ως πελάτες κλπ.) Από την άλλη, ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατήρησε πως δεν υπολογίστηκε κανένα περιθώριο συνεισφοράς στα λειτουργικά έξοδα του φαρμακείου! Θεωρήθηκε δηλαδή ότι τα λειτουργικά έξοδα του φαρμακείου κα- λύφτηκαν από άλλες δραστηριότητες (π.χ. φάρμακο) και ότι, μιας και υπήρχε έτοιμη η δομή του φαρμακείου, μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί για να διακινήσει κάτι επιπλέον. Από όλα αυτά (και πάλι πολύ χονδρικά) προσδιορίζεται ότι το φαρμακείο ως σήμερα χρειαζόταν να πραγματοποιεί ετήσιες πωλήσεις ύψους ¼ του αποθέματός του ανά εξεταζόμενη κατηγορία για να αρχίσει να έχει όφελος από την παρουσία αυτής της κατηγορίας στο ράφι του (και αυτό χωρίς να αφαιρεθούν ζημιές από ληγμένα ή κατεστραμμένα προϊόντα, που αποτελούν καθαρή απώλεια κεφαλαίου). Πόσοι το έκαναν αυτό, και σε πόσες κατηγορίες προϊόντων; Ας το αναρωτηθεί ο καθένας για τον εαυτό του και την επιχείρηση του. Η απάντηση που δίνουν κάποιοι σε αυτά τα επιχειρήματα είναι πως έτσι αναπτύχθηκαν σημαντικοί κύκλοι εργασιών (τζίροι). Δυστυχώς αυτά τα ποσά από μόνα τους δεν λένε τίποτα αν δεν υπολογιστούν τα μεικτά και καθαρά κέρδη που απέδιδαν. Είναι αμφίβολο κατά πόσο (ακόμη και χωρίς την κρίση) θα μπορούσε αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο να είναι συμφέρον για τους φαρμακοποιούς, εάν η φαρμακευτική δαπάνη δεν γνώριζε πρωτοφανή διόγκωση, ιδιαίτερα μετά το 2002, καταργώντας κάθε έννοια ορθολογισμού, αν η ελληνική κοινωνία δεν ζούσε ένα πα- ραλήρημα πιστωτικής διόγκωσης και καταναλωτικής υπερβολής.

RkJQdWJsaXNoZXIy MjA0NzY=