Περισσότερα κουτιά και από την ασπιρίνη πουλάει το αγχολυτικό Χanax καθώς και τα ηρεμιστικά Lexotanil και Τavor, ενώ σημαντική αύξηση παρατηρείται και στην κατανάλωση αντικαταθλιπτικών.
Όπως επισημαίνουν ειδικοί, οι πωλήσεις των φαρμάκων αυτών στην Ελλάδα έχουν ανέβει τα τελευταία χρόνια σε δυσθεώρητα ύψη. |
Περισσότερα κουτιά και από την ασπιρίνη πουλάει το αγχολυτικό Χanax καθώς και τα ηρεμιστικά Lexotanil και Τavor, ενώ σημαντική αύξηση παρατηρείται και στην κατανάλωση αντικαταθλιπτικών. Όπως επισημαίνουν ειδικοί, οι πωλήσεις των φαρμάκων αυτών στην Ελλάδα έχουν ανέβει τα τελευταία χρόνια σε δυσθεώρητα ύψη.
Από την αρχή του 2008 έως τον Σεπτέμβριο το αγχολυτικό Χanax, για την προμήθεια του οποίου χρειάζεται δίγραμμη συνταγή, πούλησε σχεδόν 1,5 εκατομμύριο κουτιά στην Ελλάδα, μπαίνοντας στα πρώτα 30 πιο δημοφιλή φάρμακα (καταλαμβάνει την 29η θέση). Σε σχέση με το 2007 σημείωσε άνοδο πωλήσεων πάνω από 7% και έτσι βρέθηκε πάνω από την ασπιρίνη που σημείωσε στο ίδιο χρονικό διάστημα πωλήσεις 1,38 εκατομμυρίων τεμαχίων και κατατάσσεται 33η στη λίστα των πιο «δημοφιλών» φαρμάκων.
Δύο θέσεις πιο πάνω από τα Χanax βρίσκονται τα ηρεμιστικά Τavor, με 1,6 εκατομμύρια κουτιά σε εννέα μήνες, ενώ στη 14η θέση πωλήσεων είναι το Lexotanil με περισσότερα από 2,35 εκατομμύρια κουτιά. Το «δημοφιλέστερο» φάρμακο με κριτήριο τις πωλήσεις, ανάμεσα στα 5.000 που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, είναι το Depon με 7,6 εκατομμύρια κουτιά, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί το Salospir με 400.000 τεμάχια λιγότερα.
Εκτός από τα αγχολυτικά, και τα αντικαταθλιπτικά βρίσκονται στην πρώτη εκατοντάδα των πιο δημοφιλών σε κατανάλωση φαρμάκων: για παράδειγμα, από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2008 το Ζoloft πούλησε πάνω από 770.000 τεμάχια, το Εfexor περίπου 695.000, το Ladose (που στην αγορά των ΗΠΑ πωλείται ως Ρrozac) 690.000.
Όμως, οι αυξημένες πωλήσεις αυτών των σκευασμάτων στη χώρα μας δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Όπως διαπιστώνεται σε μελέτη του αναπληρωτή καθηγητή Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών Ι. Παπαδόπουλου, η οποία βασίστηκε σε επίσημα στατιστικά στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.), μέσα σε μία οκταετία οι πωλήσεις των απλών ηρεμιστικών (ανάμεσά τους και τα αγχολυτικά) σημείωσαν άνοδο της τάξεως του 138%. Ακόμα μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε, σύμφωνα με τη μελέτη, στα αντικαταθλιπτικά, που η κατανάλωσή τους από το 1995 έως το 2003 εμφάνισε άνοδο κατά 515%: από 25,8 εκατομμύρια δόσεις εκτινάχθηκαν στις 133 εκατομμύρια δόσεις.
«Είναι ερώτημα πώς μπορεί μέσα σε μόλις 8 χρόνια να αυξηθεί τόσο πολύ η κατανάλωση των συγκεκριμένων φαρμάκων. Κατά τη γνώμη μου, αποκλείεται να έχουμε αντίστοιχη αύξηση στα κρούσματα, οπότε η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί αλλού, ίσως σε παραϊατρικά κυκλώματα», αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος και επισημαίνει ότι τα συγκεκριμένα σκευάσματα δεν είναι ακίνδυνα. «Για παράδειγμα, σε αρκετά αντικαταθλιπτικά παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες, κυρίως αυτοκτονίες ανάμεσα σε νεαρά άτομα».
Επίσης, τονίζει ότι τα αγχολυτικά και τα ηρεμιστικά λαμβάνονται για να ξεπεράσει κανείς τις κρίσεις. «Η μακρόχρονη λήψη τους θεωρείται ότι δεν αφήνει τον χρήστη να αντιμετωπίσει και να λύσει προβλήματα. Εμπειρικά παρατηρήσαμε ότι τα αγχολυτικά και τα απλά ηρεμιστικά έπειτα από μακρόχρονη χρήση προκαλούν εθισμό και μάλιστα με βαρύτατα σύνδρομα στέρησης. Το είδαμε σε ηλικιωμένους που έκαναν χειρουργική επέμβαση και δεν είχαν δηλώσει ότι τα λάμβαναν. Μάλιστα, τα σύνδρομα στέρησης (τρέμουλο, ιδρώτας) που παρατηρήθηκαν, διήρκεσαν έως και έναν μήνα. Όπως ισχύει και για τα αντικαταθλιπτικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της χρήσης αγχολυτικών ο ασθενής δεν πρέπει να καταναλώνει αλκοόλ. Υπάρχουν ανεξέλεγκτες δράσεις, αλλά δεν έχουν γίνει αρκετές μελέτες ώστε να γνωρίζουμε πώς ακριβώς αλληλεπιδρούν», λέει ο κ. Παπαδόπουλος. |