Καλωσήλθατε στο ειδησεογραφικό site του Φαρμακευτικού Κόσμου. 'Αμεση, έγκυρη και ποιοτική ενημέρωση για το φάρμακο και την υγεία.
Τέχνη & πολιτισμός
Αποστολή σε φίλοΕκτύπωσηΑποθήκευση στα αγαπημένα του μέλους

Εγώ, ο Αμάραντος


Από τη
Χριστίνα Φλόκα, φαρμακοποιό

 

- Άννα Μπολέυν: Τι είναι αυτό;

- Γριά: To λένε παναγιόχορτο. Ανακάτωνέ το με λίγο νερό και πίνε το. Δεν υπάρχει καλύτερο βότανο για να διώχνει τη μελαγχολία από την καρδιά, να τη δυναμώνει και να σε κάνει χαρούμενη και κεφάτη, όπως ήσουν παλιά 1.

Το παναγιόχορτο είμαι εγώ. Το λατινικό μου βαφτιστικό είναι Teucrium polium. Ακόμη, με φωνάζουν στομαχοβότανο, αμάραντο, βοτάνι της αγάπης, της κυράς το χορτάρι, μητέρα και λιβανόχορτο. Ο Ιπποκράτης και ο Διοσκουρίδης με αναφέρουν για τις θεραπευτικές μου ιδιότητες –καταπολεμώ τη νευρική ατονία, τη φλεγμονή του στομάχου και του εντέρου–, ενώ ο Θεόφραστος με ονομάζει «πόλιον» και πιστεύει ότι προστατεύω τα ρούχα από το σκόρο.

Κατάγομαι από τη μεγάλη οικογένεια των αμαραντιδών, φυτρώνω σε βραχώδεις και απόκρημνους τόπους των ψηλών βουνών της Ελλάδας, εξ ου και το γνωστό τσάμικο:

Για δέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει καλέ…2

που στο άκουσμά του πολλά κορμιά ακκίζονται για να διακριθούν στις φιγούρες του χορού, με χάρη, καθώς τα συνοδεύουν το κλαρίνο με το λαούτο και το ντέφι· ο καθένας χαίρεται έτσι την επικοινωνία που ενώνει όλους μεταξύ τους, καθώς και τους προγόνους με τους απογόνους.

Τσάμικο χορεύεται και το τραγούδι «Ο αμάραντος», που σε κάποιες περιοχές συναντάται με τον τίτλο «Ο ξένος».

Πάνω σε τρίκορφο βουνό

μάνα και θυγατέρα δυο

μαζεύαν τον αμάραντο και το μελισσοχόρταρο

Κι εκεί που τον μαζεύανε

βρίσκουν ’να λαβωμένονε.

Μάνα, να τον επάρουμε

στο σπίτι να τον γιάνουμε.

Κόρη μ’ εμείς, κι αμάν αμάν,

κόρη μ’ ψωμί δεν έχουμε

τον ξένο τι τον θέλουμε;

Μάνα απ’ το μπουκουνάκι μου (μπουκιά)

Θα τρώει και το ξενάκι μου 3.

Για την ώρα, ας συνεχίσω να σας μιλώ για την καταγωγή μου, ανοίγοντας μόνο μια μικρή παρένθεση, για να αναφέρω τα ονόματα αυτών των γυναικών· Γαία είναι της μάνας και Ρέα της κόρης.

Έλεγα, λοιπόν, για τη γενιά μου, που αριθμεί πολλά αδέλφια και πρωτοξάδελφα με ονόματα όπως αμάραντος ο τρίχρωμος, αμάραντος ο κερκοφόρος, αμάραντος ο ελίχρυσος. Τα άνθη μου είναι πολύχρωμα και σχηματίζουν στάχυα. Ακόμη κι αν μαραθούν αυτά τα άνθη, διατηρούν το χρώμα, το σχήμα και το άρωμά τους. Γι’ αυτό και θεωρώ πως είμαι ευλογημένος, επειδή εκ φύσεως αντιμάχομαι το μαρασμό, ακυρώνω το θάνατο, ξορκίζω ό,τι ακούγεται κατά την εξόδιο ακολουθία:

ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται

και διαλύεται πας άνθρωπος 4.

Αν ψάξετε στο λεξικό, θα δείτε ότι το όνομά μου προέρχεται από το στερητικό α+μαραίνω και σημαίνει ο μη μαραινόμενος, ο άφθαρτος, ιδιότητες που με κοσμούν και με χαρακτηρίζουν για τα άνθη μου. Στην ξένη βιβλιογραφία θα με βρείτε ως immortal, everlasting, unfading και amaranth.

Είναι σε όλους γνωστή η παρομοίωση της Παρθένου με «ρόδον το αμάραντον», προσδιορισμός που καθιερώθηκε τον 4ο αιώνα.

Είναι φυσικό εγώ, ο αμάραντος, να αισθάνομαι περηφάνια γι’ αυτό. Όπως αισθάνομαι περηφάνια επειδή σε ένα άλλο επίπεδο συμβολίζω την Ελλάδα μιας ορισμένης εποχής που πάλεψε και νίκησε, καθώς και την παράδοση των Ελλήνων.

Σε πανανθρώπινο, όμως, επίπεδο συμβολίζω τον αγώνα του ανθρώπου, όταν με αγωνία αναζητά να λογχίσει το σκοτάδι της ανυπαρξίας και του θανάτου, επειδή μυρολογώ πάνω στον «τάφο του ξένου» 5.

Αν είχα τέτοιο σύντροφο, τέτοι’ αδερφό λεβέντη

στη γη ποτέ μην πήγαινε, να τονε φάει το χώμα,

ήθελα πάω γιαλό γιαλό, κάτου στο περιγιάλι,

να κόψω κιτροκάλαμο, να κάμω το κιβούρι,

να βάλω πάτους βάλσαμο και πάτους καρυοφύλλι,

στη μέση τον αμάραντο, ποτέ να μη μαραίνει.

Στην ποντιακή γλώσσα αμάραντος ονομάζεται ο ακρίτας, άλλη μεγάλη τιμή για μένα 6.

Μιας και αναφέρθηκα στην παράδοση, η οποία για πολλούς ανοίγει τη θύρα για τον παράδεισο, επιτρέψτε μου να πω, σύμφωνα με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, παράδοση είναι να ζουν μονάχα οι ζωντανοί και ας έχουν καμιά φορά μερικοί από αυτούς πεθάνει χρόνους πρωτύτερα, Γιατί η παράδοση είναι ζωή που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς.

Βιβλιογραφία

1. Ρόμπιν Μάξουελ, Χίλιες μέρες βασίλισσα, Ωκεανίδα, Αθήνα 1992. 2. Δημοτική ανθολογία, δίσκος βινυλίου Emi, τραγούδι Γιώργος Παπασιδέρης, Αθήνα.
3. Ν. Παππά, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Παπαδημητρίου, Αθήνα 1953. 4. Ιωάννης Δαμασκηνός (676-754 μ.Χ.), μεγάλος Πατέρας και υμνογράφος, Λεξικό Πάπυρος – Λαρούς, Αθήνα 1972. 5. Arnoldus Passow, Ρωμαίικα τραγούδια, Λειψία 1860, 6. Στάθη Ι. Ευσταθιάδη, Τα τραγούδια του ποντιακού λαού, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1992.