Ραγδαία πτώση των δαπανών για την υγεία διαπιστώνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ - OECD) από το 2010 και μετά, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού για την Υγεία 2013. Αν και οι δαπάνες για την υγεία παρέμειναν σταθερές στις χώρες του οργανισμού το 2011, η οικονομική κρίση συνέχισε να έχει επιπτώσεις, ιδιαίτερα σε εκείνες τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο.
Ενώ οι δαπάνες υγείας αυξήθηκαν κατά μέσο όρο περίπου 5% κατά το διάστημα 2000-2009, έκτοτε ακολούθησαν μια αναιμική ανάπτυξη της τάξης του 0,5% το 2010 και το 2011. Τρέχουσες δαπάνες για την υγεία (δηλαδή εξαιρουμένων των δαπανών κεφαλαίου) αυξήθηκαν κατά 0,7% και τα δύο χρόνια. Τα προκαταρκτικά στοιχεία για ορισμένες χώρες υποδηλώνουν συνέχιση αυτής της τάσης το 2012.
Η πτώση οφείλεται κυρίως στην κρατική μείωση των δαπανών για την υγεία από το 2009. Οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία επίσης μειώθηκαν σε πολλές χώρες το 2010 και το 2011, καθώς τα εισοδήματα των νοικοκυριών είτε παρέμειναν σταθερά είτε μειώθηκαν, αν και η μείωση εδώ ήταν περισσότερο περιορισμένη.
Στην Ελλάδα, οι συνολικές δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν κατά 11% τόσο το 2010 όσο και το 2011, μετά από ένα ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης άνω του 5% κατά μέσο όρο στο διάστημα 2000-2009. Οι μειώσεις αυτές οφείλονται κυρίως στις βαθιές περικοπές στις κρατικές δαπάνες, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Οι μειώσεις των δημόσιων δαπανών για την υγεία σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ κατά κανόνα έχουν γίνει σε όλους τους τομείς. Η φαρμακευτική δαπάνη αποτελεί τον πρώτο στόχο, με τις δαπάνες να πέφτουν ελαφρώς το 2010 αλλά να υφίστανται βαθύτερες περικοπές το 2011. Πολλές δε χώρες έχουν αυξήσει τον επιμερισμό του κόστους των φαρμακευτικών προϊόντων, ενώ προωθούν τη χρήση των γενόσημων φαρμάκων. Το 2011, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ισπανία μείωσαν τις δαπάνες για συνταγογραφούμενα φάρμακα κατά 20%, 13% και 8% αντίστοιχα. Στην Ισπανία, το μερίδιο των γενόσημων φαρμάκων (στο συνολικό όγκο της κατανάλωσης) υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2006 και 2011.
Σε πολλές χώρες, οι κυβερνήσεις αποφάσισαν επίσης να μειώσουν τις δαπάνες τους για την πρόληψη και τη δημόσια υγεία, αν και αυτά αποτελούν συνήθως μόνο ένα μικρό μερίδιο των συνολικών προϋπολογισμών τους για την υγεία. Πάνω από τα 3/4 των χωρών του ΟΟΣΑ που δαπάνησαν χρήματα στην πρόληψη και τη δημόσια υγεία το 2011 παρουσίασαν μια πραγματική μακροπρόθεσμη μείωση των δαπανών.
Πολλές κυβερνήσεις έχουν επίσης προσπαθήσει να περιορίσουν την αύξηση της νοσοκομειακής δαπάνης μειώνοντας μισθούς, προσωπικό νοσοκομείων και κρεβάτια και αυξάνοντας τη συμμετοχή των ασθενών.
Ως αποτέλεσμα της ελάχιστης αύξησης των δαπανών για την υγεία στις χώρες του ΟΟΣΑ το 2010 και το 2011, το ποσοστό του ΑΕΠ που αφορά την υγεία μειώθηκε ελαφρά στις περισσότερες χώρες. Οι δαπάνες για την υγεία αντιπροσώπευαν το 9,3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ το 2011, σε σύγκριση με 9,5% το 2010. Εξαιρουμένων των κεφαλαιουχικών δαπανών, οι τρέχουσες δαπάνες για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από 9,1% κατά μέσο όρο το 2010 σε 9,0% το 2011.
Πηγή: oecd.org