Η συρρίκνωση της υγειονομικής δαπάνης, λόγω της οικονομικής κρίσης, έχει υποβαθμίσει το επίπεδο υγείας, τη χρήση και την πρόσβαση των ασθενών σε υπηρεσίες υγείας. Το συμπέρασμα προκύπτει από έρευνα του Τομέα Οικονομικών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), η οποία διεξήχθη τον Φεβρουάριο και Μάρτιο 2013 σε 1.600 ενήλικες ασθενείς, άνδρες και γυναίκες.
Στόχος της ήταν να μελετήσει τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χρήση υπηρεσιών υγείας του γενικού πληθυσμού για τέσσερα χρόνια νοσήματα σε ήπιο ή μέτριο στάδιο (υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και άνοια τύπου Alzheimer) σε 11 πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Αλεξανδρούπολη, Λαμία, Τρίπολη, Βόλο και Κοζάνη).
Τα χρόνια νοσήματα, μεταξύ των οποίων τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, ο διαβήτης και τα ψυχικά νοσήματα, αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία ανικανότητας και πρόωρου θανάτου και επιφέρουν υψηλό κόστος στο σύστημα υγείας, καθώς ευθύνονται για το 70% της ζήτησης υπηρεσιών υγείας και απορροφούν περισσότερο από το 65% της εθνικής υγειονομικής δαπάνης.
Η λήψη μέτρων καθίσταται επιτακτική καθώς η ανεπαρκής διαχείριση των χρόνιων παθήσεων εκτός των επιπτώσεων στην υγεία του πληθυσμού ωθεί σε αυξημένη ζήτηση δευτεροβάθμιων (αύξηση των εισαγωγών πάνω από 30%) και τριτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας με άμεση συνέπεια την όξυνση της δαπάνης και τον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού υγείας.
Συμπερασματα
Συνοψίζονται μερικά από τα συμπεράσματα της μελέτης:
Καταγράφεται μείωση κατά μ.ο. περίπου 530 ευρώ στο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, το οποίο διαμορφώνεται σε 1.115 ευρώ. Τέσσερις στους πέντε ασθενείς αντιλαμβάνονται τη μείωση αυτή ως ιδιαίτερα υψηλή και δηλώνουν ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για το μέλλον, ενώ δύο στους πέντε μείωσαν τη δαπάνη υγείας.
Σε ό,τι αφορά τα γενόσημα, υπάρχει ασάφεια αναφορικά με τις στάσεις και αντιλήψεις των ασθενών. Αναφορικά με την ασφάλεια δύο στους πέντε ασθενείς αναγνωρίζουν τα γενόσημα ως ασφαλή και ποιοτικά φάρμακα, ενώ η χώρα προέλευσης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αναγνώριση ότι ένα γενόσημο τηρεί προδιαγραφές ασφαλείας και μπορεί να είναι αποτελεσματικό.
Η αύξηση του ποσοστού των γενοσήμων καθίσταται εφικτή μέσω της αλλαγής της συνταγογραφικής κουλτούρας των γιατρών η οποία επιτυγχάνεται με μακροχρόνιο σχεδιασμό και θέσπιση οικονομικών και άλλων κινήτρων.Το φάρμακο για τον χρόνιο ασθενή είναι 'μονόδρομος', με αποτέλεσμα να μειώνει κάθε άλλη δυνατή δαπάνη για να έχει πρόσβαση στο φάρμακο.
Εννέα στους δέκα θεωρούν το φάρμακο ιδιαιτέρως σημαντικό για τη διατήρηση του επιπέδου υγείας τους, ενώ τρεις στους πέντε θεωρούν την άποψη του γιατρού το πρώτο κριτήριο για την αλλαγή φαρμάκου. Αδιαμφισβήτητη η σχέση εμπιστοσύνης με το φάρμακο το οποίο ήδη λαμβάνει και έχει ρυθμιστεί, μολονότι επωμίζεται πρόσθετο κόστος.
Το σύστημα συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία υπερθεματίζει τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο του γιατρού στη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας, λόγω της ασυμμετρίας της πληροφόρησης μεταξύ των εταίρων, καθώς η άποψη του γιατρού αποτελεί το βασικό κριτήριο για την αλλαγή σκευάσματος.
Μόλις ένας στους δέκα άλλαξε το φάρμακό του και επέλεξε αυτό που αποζημιώνει η κοινωνική ασφάλιση. Οι τέσσερις στους πέντε ασθενείς παρέμειναν στο φάρμακό τους, μετά την εφαρμογή της συνταγογράφησης με βάση το INN, και επωμίσθηκαν την πρόσθετη δαπάνη, περικόπτοντας κάθε άλλο δυνατό έξοδο.
Εμπόδια στους ασθενείς στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας
Η πολιτική περιορισμού της προσφοράς προς μείωση της δημόσιας δαπάνης υγείας δημιουργεί σημαντικά εμπόδια στους ασθενείς και αυξάνει τις ανισότητες στην πρόσβαση και στις εκβάσεις υγείας.
Η αύξηση των ίδιων πληρωμών από τους χρόνιους ασθενείς θέτει σημαντικά εμπόδια πρόσβασης. Παράλληλα αποτελεί καθοριστική συνιστώσα μειωμένης συμμόρφωσης και κατά συνέπεια αύξησης των ποσοστών απορρύθμισης.
Οι χρόνιοι πάσχοντες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια κάλυψης του κόστους από ίδιες πληρωμές, γεγονός το οποίο ενδεχομένως να μην είναι εφικτό σε βάθος χρόνου, δεδομένης της σταθερής ή/και αυξανόμενης οικονομικής επιβάρυνσης και της αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεικτών (ανεργία, εισόδημα).
Η λήψη μέτρων καθίσταται επιτακτική καθώς η ανεπαρκής διαχείριση των χρόνιων παθήσεων εκτός των επιπτώσεων στην υγεία του πληθυσμού ωθεί σε αυξημένη ζήτηση δευτεροβάθμιων (αύξηση των εισαγωγών πάνω από 30%) και τριτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας με άμεση συνέπεια την όξυνση της δαπάνης και τον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού υγείας.
Οι χρόνιοι ασθενείς λαμβάνουν μόνο το 56% της κλινικά συνιστώμενης υγειονομικής φροντίδας. Η διάσταση και το μέγεθος της επίδρασης του φαινομένου αυτού δύναται να αποτυπωθεί από τη διαφορά του μέσου κόστους περίπτωσης στην πρωτοβάθμια φροντίδα η οποία υπολογίζεται σε 31,5 ευρώ (με 4,5 - 5,0 επισκέψεις κατά κεφαλήν ετησίως) και του μέσου κόστους περίπτωσης σε ένα δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα η οποία ανέρχεται σε 2108 ευρώ.
Πηγή: iatronet.gr