Συνεχίστηκε και το 2012 η μείωση των πωλήσεων των φαρμακευτικών εταιρειών στην ελληνική αγορά, με την υποχώρηση να κινείται πέρυσι στο -9%, ενώ περαιτέρω συρρίκνωση αναμένεται και φέτος, καθώς με βάση τα στοιχεία της IMS, o τζίρος στα φαρμακεία κινείται πτωτικά κατά 17%.
Ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας εδώ και τρία χρόνια αντιμετωπίζει έντονες προκλήσεις που έχουν να κάνουν με την ύφεση αλλά κυρίως με τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης που φέτος θα κλείσει κατά 52% χαμηλότερα έναντι του 2009. Σύμφωνα με ένα δείγμα το οποίο περιέχει τις 25 μεγαλύτερες ελληνικές εταιρείες (δεν περιέχεται η Specifar, ο ισολογισμός της οποίας δεν ήταν δυνατό να βρεθεί) και οι οποίες αποτελούν περίπου το 80% της συνολικής αγοράς φαρμάκου, προκύπτει ότι πέρυσι ο συνολικός τζίρος των εταιρειών κινήθηκε πτωτικά κατά 9%, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιες εταιρείες εμφάνισαν «ισχυρά» καθαρά αποτελέσματα έναντι μεγάλων ζημιών.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μπορεί η πτώση του τζίρου να μη θεωρείται τόσο έντονη όσο σε άλλους κλάδους της οικονομίας, όμως υπάρχει και η αρνητική πλευρά αυτής της κατάστασης, καθώς οι συγκεκριμένες 25 εταιρείες (σσ. αλλά και τα ιδιωτικά φαρμακεία) έχουν απαιτήσεις, δηλαδή τζίρο ο οποίος ναι μεν έχει δηλωθεί ως πραγματοποιηθείς, δεν έχει όμως εισπραχθεί λόγω χρεών ΕΟΠΥΥ, δηλαδή είναι τζίρος στα χαρτιά μόνο. Το συγκεκριμένο λοιπόν ποσό φτάνει το 50% του συνολικού κύκλου εργασιών για το 2012! Επίσης τα ισχυρά κέρδη επί της ουσίας είναι λογιστικά, καθώς αποδίδονται στην αντιστροφή προβλέψεων, τις οποίες οι εταιρείες είχαν κάνει το 2011 προκειμένου να καλύψουν ζημιές από την απομείωση απαιτήσεων μέχρι το 2009 και φυσικά τις χρεώθηκαν μέσω του PSI.
Εξέλιξη μεγεθών
Ειδικότερα, όπως φαίνεται στα οικονομικά στοιχεία για τις 25 μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες (εμπορικές και παραγωγικές), το σύνολο των πωλήσεων διαμορφώθηκε πέρυσι στα 3,8 δισ. ευρώ από 4,16 δισ. ευρώ το 2011 και περίπου 4,3 δισ. ευρώ το 2010. Η μείωση των πωλήσεων αποδίδεται στην πτώση των τιμών των φαρμάκων, που έγινε με σχετικές υπουργικές αποφάσεις.
Πάντως, η κατάσταση για φέτος δεν δείχνει να εξελίσσεται ομαλά για τους μεγάλους του κλάδου, καθώς ήδη το πρώτο πεντάμηνο οι εταιρείες κινούνται με ρυθμό πτώσης της τάξης του 17% σε αξίες, όταν σε όγκο οι πωλήσεις των σκευασμάτων είναι σταθερές. Ο λόγος είναι η σημαντική μείωση των τιμών, η οποία θα ενταθεί, ενώ και οι κορυφαίες του κλάδου θα δουν τα μερίδιά τους να υποχωρούν περαιτέρω με την είσοδο πληθώρας γενοσήμων.
Μια ακόμη σημαντική παράμετρος των επιχειρήσεων είναι και το θέμα των χρεών του Δημοσίου προς αυτές. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ισολογισμών, οι επιχειρήσεις εμφανίζουν σύνολο απαιτήσεων της τάξης των 1,85 δισ. ευρώ για το 2012. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), από το συνολικό ύψος των πωλήσεων προς το Δημόσιο την περίοδο από 01.01.2010 έως 31.05.2013 ανήλθε στα 3,13 δισ. ευρώ, εκ των οποίων έχουν εισπραχθεί τα 2,06 δισ. ευρώ, με το συνολικό χρέος να ανέρχεται στα 1.142,3 εκατ. ευρώ.
Οι λοιπές απαιτήσεις των εταιρειών αφορούν σε παλαιότερες του 2010 απαιτήσεις από το Δημόσιο που δεν είχαν εξοφληθεί με τα ομόλογα, αλλά και τα χρέη των φαρμακαποθηκών προς τις εταιρείες.
Μελέτη ΙΟΒΕ
Αξίζει επίσης να γίνει αναφορά στην εκτεταμένη ανάλυση των οικονομικών στοιχείων για την αγορά φαρμάκου στην Ελλάδα, την οποία εκπόνησε η ομάδα ερευνητών του Ιδρύματος αποτελούμενη από τους κ.κ. Αθανασιάδη Θάνο, Μανιάτη Γιώργο και Ντεμούση Φώτη.
Όπως αναφέρεται στην ομάδα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων περιλαμβάνονται οι επιχειρήσεις με βασικό αντικείμενο δραστηριότητας την παραγωγή, παρασκευή και χονδρικό εμπόριο φαρμακευτικών προϊόντων και σκευασμάτων. Το δείγμα που αναλύθηκε περιλαμβάνει 97 εταιρείες, ελληνικές ή θυγατρικές πολυεθνικών.
Από τα στοιχεία των ισολογισμών των φαρμακευτικών εταιρειών προκύπτει σημαντική μείωση του συνολικού ενεργητικού. Η μείωση αντανακλά τη μερική εξόφληση των συσσωρευμένων την περίοδο 2007-2009 χρεών του δημοσίου προς τις φαρμακευτικές εταιρείες με την παροχή κρατικών ομολόγων, τα οποία όμως το 2012 δέχτηκε σημαντική απομείωση της ονομαστικής τους αξίας κατά 53,5% («κούρεμα»), ζημιά που σύμφωνα με εκτιμήσεις προσεγγίζει το 1 δισ. ευρώ και αποτυπώνεται στα στοιχεία των λογιστικών καταστάσεων του οικονομικού έτους 2012. Η διακράτηση ρευστών διαθεσίμων κυμάνθηκε μεταξύ 3% και 5% του ενεργητικού, ενώ τα συνολικά αποθέματα των φαρμακευτικών εταιρειών υποχώρησαν, σε ευθυγράμμιση με τη μείωση των πωλήσεων.
Η αντίστοιχη με το ενεργητικό μείωση του συνολικού παθητικού εντοπίζεται στην υποχώρηση των ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως στη μείωση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές και δανειστές των φαρμακευτικών εταιρειών. Φαίνεται ότι η αδυναμία του δημοσίου να καλύψει τις υποχρεώσεις του προς τις φαρμακευτικές εταιρείες είχε οδηγήσει σε «αναγκαστική» χρηματοδότηση των πωλήσεων φαρμάκων από τις ίδιες τις εταιρείες και τους προμηθευτές τους.
Η μερική εξόφληση των χρεών του δημοσίου εκτόνωσε κάπως την κατάσταση, δίνοντας τη δυνατότητα στις φαρμακευτικές εταιρείες να καλύψουν με τη σειρά τους μέρος των υποχρεώσεών τους. Οι εταιρείες του κλάδου στηρίζονται κατά κύριο λόγο στο βραχυπρόθεσμο δανεισμό, ενώ δεν παρατηρείται κάποια σημαντική τάση μεταβολής της διάρθρωσης των δανειακών κεφαλαίων υπέρ του μακροπρόθεσμου δανεισμού, η οποία εξάλλου δεν συνάδει με τη βασική οικονομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων (η οποία είναι κυρίως εμπορικού χαρακτήρα), αλλά και με τις γενικότερες τρέχουσες συνθήκες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (υψηλή αποστροφή κινδύνων και αβεβαιότητα).
Ως προς τα οικονομικά αποτελέσματα, η διετία 2010/2011 ήταν ιδιαιτέρως αρνητική για τον κλάδο, όπως και για το μεγαλύτερο τμήμα του επιχειρηματικού τομέα της ελληνικής οικονομίας. Το 2011, ο κύκλος εργασιών των φαρμακευτικών εταιρειών διαμορφώθηκε στα 4,81 δισ. ευρώ, μειωμένος σε σχέση με το 2010 κατά 4,3%. Ωστόσο, οι πωλήσεις καταγράφουν συνεχή πτωτική πορεία τα τελευταία 3 χρόνια, έχοντας μειωθεί κατά 15,3% από τα επίπεδα του 2009. Η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις που δέχεται ο κλάδος φαίνεται ότι είχε κάποιο αποτέλεσμα το 2011, όταν τα μικτά κέρδη ενισχύθηκαν ως αποτέλεσμα της ταχύτερης μείωσης του κόστους πωληθέντων συγκριτικά με τη μείωση των πωλήσεων, χωρίς όμως να αποτρέψει την – για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά – εμφάνιση ζημιογόνων καθαρών αποτελεσμάτων για τον κλάδο συνολικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2011, στο σύνολο των 97 εξεταζόμενων εταιρειών, οι 48 ήταν κερδοφόρες και οι 49 ζημιογόνες. Συγχρόνως, οι 58 παρουσίασαν βελτίωση και οι 39 επιδείνωση των οικονομικών τους αποτελεσμάτων σε σύγκριση με το 2010. Περαιτέρω, 21 εταιρείες από ζημιογόνες έγιναν κερδοφόρες, 20 εξακολούθησαν να είναι ζημιογόνες αλλά με μικρότερες ζημίες και 15 αύξησαν τις ζημίες τους το 2011. Επιπλέον, 14 εταιρείες από κερδοφόρες έγιναν ζημιογόνες, 11 παρέμειναν κερδοφόρες αλλά παρουσίασαν λιγότερα κέρδη, 17 παρέμειναν κερδοφόρες αυξάνοντας μάλιστα τα κέρδη τους και 14 από κερδοφόρες έγιναν ζημιογόνες.
Γιώργος Σακκάς
Πηγή: healthview.gr