Ένας Έλληνας καθηγητής Ογκολογίας και Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, ο Νικόλας Παπαδόπουλος, έρχεται σήμερα να συνεχίζει το έργο του παγκοσμίου φήμης Έλληνα γιατρού Γιώργου Παπανικολάου, αναβαθμίζοντας το διάσημο τεστ ΠΑΠ!
Το τεστ ΠΑΠ διαγιγνώσκει τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Το νέο τεστ, με την ονομασία PapSEEK, δίνει ελπίδες για την πιο έγκαιρη διάγνωση δύο άλλων συχνών γυναικολογικών καρκίνων, του ενδομητρίου και των ωοθηκών.
Πρόκειται για διαδεδομένους γυναικολογικούς καρκίνους, που συχνά είναι δύσκολο να θεραπευθούν, επειδή μπορεί να εξαπλωθούν σε άλλα σημεία του σώματος, προτού εκδηλωθούν τα πρώτα συμπτώματα. Τα υπάρχοντα τεστ είναι επεμβατικά και παρέχουν πολλά ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Το νέο τεστ αφήνει υποσχέσεις ότι θα μπορεί να τους εντοπίζει σε πιο πρώιμο και άρα θεραπεύσιμο στάδιο, πιθανώς ήδη από το προκαρκινικό στάδιο.
Η επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής τον δρα Ν. Παπαδόπουλο, εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι τα καρκινικά κύτταρα από τους δύο αυτούς καρκίνους συχνά μεταφέρονται στο κολπικό κανάλι, όπου είναι δυνατό να συλλεχθούν από το τεστ ΠΑΠ. Στη συνέχεια, το τεστ PapSEEK αναλύει το DNA των δειγμάτων που έχουν συλλεχθεί από το αρχικό τεστ ΠΑΠ και ανιχνεύει τις πιο κοινές γενετικές μεταλλάξεις (συνολικά 18 γονίδια), που έχουν βρεθεί ότι σχετίζονται με τους δύο γυναικολογικούς καρκίνους.
Οι επιστήμονες δοκίμασαν την αποτελεσματικότητα του νέου τεστ σε δείγματα ΠΑΠ από 382 ασθενείς με καρκίνο του ενδομητρίου, 245 με καρκίνο των ωοθηκών και 714 υγιείς. Το PapSEEK ανίχνευσε το 81% των καρκίνων του ενδομητρίου και το 33% των καρκίνων των ωοθηκών. Τα ποσοστά αυξήθηκαν σε 93% και 45% αντίστοιχα, όταν τα δείγματα του τεστ ΠΑΠ συλλέχθηκαν με ένα διαφορετικό εργαλείο (Tao), που επιτρέπει να γίνεται λήψη ιστού πιο κοντά στην περιοχή των όγκων.
Στη συνέχεια, η μέθοδος βελτιώθηκε περαιτέρω και το ποσοστό διάγνωσης των καρκίνων των ωοθηκών αυξήθηκε στο 63%, όταν το PapSEEK συνδυάσθηκε με την ανίχνευση του DNA του όγκου στο αίμα της ασθενούς.
Ήδη, οι ερευνητές έχουν ξεκινήσει μια μεγαλύτερη κλινική δοκιμή. Ελπίζουν ότι σε 2-3 χρόνια το νέο τεστ θα μπορεί να αξιοποιηθεί κλινικά, αν και δεν αποκλείουν να χρειασθεί ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό "Science Translational Medicine".